Όπως είναι γνωστό, μετά την Ιουλιανή μεταπολίτευση του 1974, συνέρρευσαν ή επανέκαμψαν στην Ελλάδα Καραβάνια «αντιστασιακών» διδακτόρων της αλλοδαπής, οι οποίοι εν μέσω πυρετώδους και επικινδύνου αντιστάσεως φρόντισαν και την επαγγελματική τους αποκατάσταση αγωνιζόμενοι και για το πολυπόθητο διδακτορικό. Έτσι, όταν πια «έδιωξαν» τη Χούντα κατηφόρησαν προς την Αθήνα, παρέες, παρέες, ομάδες, ομάδες και συμμαχίες «ιδεολογικές». Με τη ρομφαία του… αντιστασιακού άλωσαν τα Α.Ε.Ι. της χώρας με κάποιο «χαρτί» στο χέρι και με την κομματική ταυτότητα.
[taxopress_postterms id="1"]
Ταλαντούχοι και ατάλαντοι. Προσοντούχοι και αριβίστες κυρίευσαν τα Α.Ε.Ι., τα οποία μετέτρεψαν σε προσωπικά και κομματικά φέουδα.
Κοινός τόπος συνάντησης όλων αυτών των κομματικών καπετανάτων στα Α.Ε.Ι. ο κάθε λογής και μορφής προοδευτισμός, ο οποίος συνετέλεσε στην επιστημονική κονιορτοποίηση της Ανωτάτης Παιδείας και στην ιδεολογική της γκετοποίηση.
Απότοκο αυτού του φαινομένου ήταν – και είναι – τα Α.Ε.Ι. να λειτουργούν περισσότερο για το κομματοποιημένο εκπαιδευτικό προσωπικό και την προώθηση των ιδεολογιών των πολιτικών κομμάτων, παρά για τους σκοπούς τους, όπως αυτοί διαγράφονται από το άρθρο 16 του Συντάγματος, η παράγραφος 2 του οποίου ορίζει ότι: «Η παιδεία… έχει σκοπό την ηθική, πνευματική… αγωγή των Ελλήνων… και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Πρόκειται ακριβώς για την πολυσήμαντη αποστολή την οποία όχι μόνο αγνόησαν αλλά, και έως ένα σημείο, πολέμησαν οι φορείς των Α.Ε.Ι. εφαρμόζοντας – κατά κανόνα – κομματικές και ιδεολογικές ντιρεκτίβες, οι οποίες κυριάρχησαν στις σκέψεις και στη δράση τους.
Μετέχοντας ενεργά, κομματικά και ιδιοτελέστατα στην πολιτική αθλιότητα ετούτων των χρόνων, οι ταγμένοι να υπηρετήσουν και να διαφεντεύσουν αυτή τους την βαρυσήμαντη εθνική τους αποστολή όχι μόνο δεν το μπόρεσαν και δεν είχαν το ηθικό έρεισμα να το κάνουν, αλλά έκαναν το εντελώς αντίθετο: Γκετοποίησαν και τις ιδέες και την ελεύθερη διακίνησή τους.
Έτσι, το μόνο που δεν έκαναν ήταν να διαπλάσουν ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες, αφού τα πάντα τα είχαν υποτάξει στο κόμμα και αφού, κατά κανόνα, λειτουργούσαν και δρούσαν μέσα σε κομματικές φόρμες.
Όσοι, ελάχιστοι, από τους καθηγητές επέμειναν να είναι καθηγητές και να λειτουργούν στα πλαίσια της αποστολής τους, έπαιρναν το δρόμο της περιθωριοποίησης με τη σφραγίδα του «μη προοδευτικού», εν μέσω φανατισμένων και ακρίτων φοιτητικών ακροατηρίων. Ακροατηρίων που δεν διψούσαν για γνώση και αναζήτηση της αλήθειας αλλά για επιβολή των δικών τους κομματικών και πολιτικο-ιδεολογικών πεποιθήσεων, που θεωρούσαν ως τις μόνες ορθές.
Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι αυτές οι αγελαίες κομματικές μάζες σκέπτονταν και δρούσαν με τις αντιλήψεις μιας μοντέρνας Ιερής Εξέτασης. Ατόφιο σκοτάδι.
Ένα αντιεπιστημονικό και ανθελληνικό και αντιδημοκρατικό φαινόμενο το οποίο έμμεσα ή άμεσα, κρυφά ή φανερά, σκόπιμα ή αφελώς καλλιεργούσε το σύνολο του παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος, του οποίου τα τρωκτικά βρήκαν την ευκαιρία να λεηλατήσουν την Ελλάδα.
Μέσα σ’ αυτό τον ισοπεδωτικό ορυμαγδό θάβονταν κάποιες εθνωφελείς φωνές που αγωνιούσαν για το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας.
Να, π.χ. τι έγραφα τότε, στα 1992, σ’ ένα κείμενό μου, το οποίο είχε ως τίτλο: «Το κατηγορώ ενός πολίτη» («Πολιτικά Θέματα», της 2 και 9 Οκτωβρίου 1992).
«Κατηγορώ την πνευματική ηγεσία της χώρας, γιατί τούτη την έσχατη ώρα της εθνικής ύπαρξης δεν τίθεται επικεφαλής μιας πανεθνικής έγερσης ώστε να διασωθεί ό,τι είναι μπορετό… Κατηγορώ την επιστημονική κοινότητα γιατί από κοινότητα ακαδημαϊκής ελευθερίας, σκέψεως, στοχασμού, γνώσεως και έρευνας, μετατράπηκε σε αρένα κομματικών συγκρούσεων και πνευματικής και επιστημονικής τρομοκρατίας, με την οποία οι διδασκόμενοι υπαγορεύουν τις θελήσεις τους και τις θελήσεις των κομμάτων τους στους διδάσκοντες. Κατηγορώ του πανεπιστημιακούς δασκάλους γιατί όχι μόνο ανέχτηκαν αυτό το ανελεύθερο φαινόμενο, αλλά πολλές φορές, πολλοί από αυτούς το υποβοήθησαν για να έχουν την υποστήριξη των κομμάτων στις προσωπικές τους επιδιώξεις και στην εκλογή τους με τα κόκκινα τηλέφωνα…» (Ολόκληρο το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται στο έργο μου: «Ο Λαϊκισμός στην Ελλάδα», εκδ. «Ergo», Αθήνα 2002, σελ. 82-94).
Από τότε πέρασαν, σχεδόν, δυο δεκαετίες χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα. Απόλυτη απραξία!
Μέσα σ’αυτό, λοιπόν, το «επιστημονικό» κλίμα άνθησαν και οι «καθηγητές» βουλευτές και υπουργοί, οι οποίοι όντας στελέχη των κομμάτων τους και όντας παράγοντες της πολιτικής είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν τη μεθοδολογία της, δηλαδή: Να ψεύδονται, να δολιχοδρομούν, να κάνουν το μαύρο άσπρο και να παραχαράσσουν και να καταπατούν κάθε ηθική αρχή, διαφθείροντες και διαφθειρόμενοι. Αυτή είναι η πολιτική και αυτό οφείλουν να κάνουν.
Συνεπώς, οι «λειτουργοί» αυτοί της παιδείας δίνουν το πρόστυχο πολιτικό παράδειγμα στη σπουδάζουσα νεολαία ότι στη ζωή και στην πολιτική επιτρέπονται τα πάντα.
Μπροστά στο κόμμα και το ατομικό συμφέρον όλα υποχωρούν και όλα ανασκολοπίζονται: Αξίες, εντιμότητα, γνώση, ηθικοί κανόνες.
Αυτοί, λοιπόν, οι «καθηγητές» πως θα τολμήσουν ν’ ανεβούν στην έδρα και με πιο ηθικό ανάστημα; Τι θα διδάξουν; Ποιος θα τους πίστευε αφού είναι παραχαράκτες των ηθικών αξιών και της συνταγματικής νομιμότητας;
Του πολίτη Παναγιώτη Παπαπγαρυφάλλου
Α΄Αντιπροέδρου της Επιτροπής Ενημερώσεως για τα Εθνικά Θέματα