Τo κείμενο αυτό αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου με τίτλο «ΟΡΦΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ – ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ». Η σύνταξή του κρίθηκε απαραίτητη για την πληρέστερη κατανόηση του νοήματος των ονομάτων και φιλοσοφικών όρων που περιέχονται στις Βασικές Αρχές της Ορφικής- Ελληνικής Φιλοσοφίας/Κοσμολογίας, η οποία μας παραδόθηκε από την Θεογονία Ιερωνύμου-Ελλανίκου, του Ιερού Λόγου του Ορφέως και των ποικίλων σπαραγμάτων σωζομένων κειμένων που συγκροτούν τη «ΣΥΛΛΟΓΗ ΟΤΤΟ ΚΕΡΝ». Τα ως άνω παρουσιάστηκαν σε πρώτη παγκοσμίως, ερμηνευτική μετάφραση και αναλυτικά-δομικά σχόλια, στο δημοσιευμένο δίτομο έργο μου : «ΟΡΦΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ- ΑΠΑΝΤΑ-ΣΥΛΛΟΓΗ ΟΤΤΟ ΚΕΡΝ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ Μ. ΣΙΔΕΡΗ( Εκδ. Πύρινος Κόσμος 2005-2007) καθώς και σε σειρά εισηγήσεων μου σε διάφορα σεμινάρια και διαλέξεις.
Η σημασία, το έτυμον, ο γραμματολογικός τύπος, βασικών φιλοσοφικών εννοιών, όπως: Έρως, Λόγος, ‘Υλη, Έρεβος κ.α. καθώς και πλήθος άλλες πληροφορίες σχετικές με αυτές, θα συμβάλουν, ελπίζω, στην πληρέστερη κατανόηση των κειμένων της Ορφικής Φιλοσοφίας/Θεολογίας που είναι και η Κοσμολογία των Ελλήνων.
Λόγω της μεγάλης έκτασης του κειμένου, η ανάρτησή του στην ιστοσελίδα ΠΥΛΗ ΙΑΣΩΝΟΣ θα γίνει σε συνέχειες.
****************************
-Α-
ΕΡΩΣ: Το έτυμον του ονόματος Έρως, ως αληθής και πρωταρχική σημασία συνάπτει τον Έρωτα σε σχέση συμφύσεως, ομολογίας και συνωνυμίας προς τον Λόγο.
Αναγωγή:
1. Στο ουσιαστικό ερωή (Ομηρική λέξη)= ορμή, δύναμη, ταχεία κίνηση/επιθυμία, ίμερος/διαφυγή, σωτηρία, ανάπαυση, ησυχία.
2. Στο ρήμα είρω: Α) από τις ρίζες: √ΣΕΡ ~ √ΕΡ Αείρω (->αίρω, αείρας, συνάπτω, ενώνω, αθροίζω, συλλέγω/υψώνω, αποκομίζω, νικώ -> άορ, αορτήρ). Είρω=(και) συνείρω, συνάπτω, θέτω σε ειρμό. Αόριστος είρα, έρσα (διείρω). Μετοχή: ειρμένος–εερμένος ( Παθ. Παρακείμενος). Μέλλων: ερώ=> συνείρω, συνάπτω, πλέκω, ορμαθιάζω (αρμαθιάζω)/ δένω, περιδένω,/ προσδίδω συνέχεια και ομαλότητα.
Είρω: Β) από τις ρίζες: √FΕΡ – √ΕΡ= λέγω, ομιλώ, φράζω (εκφέρω φράση)/ ως μέσον: ενεργώ έτσι ώστε να λεχθεί κάτι για μένα. Στους Αττικούς λείπει. Συναντάται μόνον στον Επίκουρο, ενώ αλλού ανταλλάσσεται με τα: λέγω, φημί κ.τ.ό. Μέλλων του ρήματος (Α,Β) ερώ=> ερωή +είρω (+ αείρω)= Έρως=Λόγος.
Η Ορφική – Ελληνική Θεολογία θέτει τον Έρωτα ως κύρια όψη/δραστηριότητα του Πρωτογόνου Θεού (Φάνητος-Μήτιος-Ηρικεπαίου). Αλλά και τον Νού τον Νοητό (την Άρρητον Αρχή κατά συνοπτική ονομασία, ή Εν) ονομάζει «αβρόν Έρωτα»[1]. Επίσης, τόσο ο Πρωτόγονος όσο και οριοθετικός επενδύτης, η «επιφάνεια»[2] του Ενός, ονομάζονται και Δίας-Ζεύς[3]. Ο Πρωτόγονος λέγεται και Παν, ως ρυθμιστής των πάντων και αρμοστής του Σύμπαντος Κόσμου ( του Νοερού-Ιδεατού ή/και Ολύμπου και του Αισθητού). Ονομάζεται ασφαλώς και Έρως, που συνάδει κατά τις ιδιότητες και τις ενέργειες του προς τα άλλα ονόματα: Δίας-Ζεύς και Παν. Αλλά λέγεται και οδηγός «ποιμήν»[4] του «τυφλού, γοργού Έρωτος» στα ψυχικά, νοητικά και αισθητικά κέντρα της υπάρξεως, τις «πραπίδες». Ακόμη, και τούτο είναι κύριο χαρακτηριστικό του Έρωτος – Λόγου, μέσω αυτού και του κάλλους που χαρίζει, συνδέεται το οντικό Παν προς ό,τι προϋπήρχε αυτού, δηλαδή προς τον κάλλιστο, Νοητό Κόσμο[5]. Ο Έρως ως Λόγος (= και λίκνο, όριο, ειδητικό μέλος, μεταξύ άλλων) προϋπήρχε στο τριαδικό Εν ονομαζόμενος και πρώτιστος Ζεύς. Τέλος είναι φανερό πως δεσπόζει των κοσμικών δυνάμεων ως δύναμη σύζευξης, κοινής αναλογίας, συνάθροισης (ολοποίησης) των μερικών αλλά και των συνολικών σχηματισμών, αλλά και ως δύναμη εξισορροπήσεως (= ησυχίας, αναπαύσεως) των όντων, ως «λίκνον» τους Γι’ αυτό, και στον πραγματικό κόσμο φέρεται σαν γέννημα της Αφροδίτης- Ειρήνης[6]. Αλλά, όπως συχνά συμβαίνει στην Ελληνική Μυθική (και Γλωσσική) σημειολογία, ο Έρως, σε κάθε επίπεδο, έχει και τις αντίθετες σημασίες- ιδιότητες, όπως φαίνονται και στις έννοιες του ονόματος «ερωή» και του ρήματος «ερωέω». Γι’ αυτό και λογίζεται και του Άρεως γιός, δύναμη της διάσπασης, της καταστροφής κάθε καταστασιακής μορφής που έχει εξαντλήσει την ενέργεια της.
Έτσι, δια του Έρωτος εμφαίνεται η βασική αρχή της «αοιδίμου Διαλεκτικής»[7] περί μετατροπής του κάθε τι στο αντίθετό του. Επειδή, από κάθε καταστροφή (άρνηση) προκύπτει μια, ή και σειρά θέσεων- αρνήσεων, από τη σύνθεση των οποίων προκύπτουν νέες θέσεις.
ΛΟΓΟΣ: Η προϋπάρχουσα, υπερούσια,[8] υπόσταση του Έρωτος, γέννημα και συνεκφορά της Νοήσεως και του Νου στο πρώτιστο Εν. Λέξη Ελληνική, της οποίας το αρχικό νόημα οφείλεται στο επίσης αρχικό νόημα του «λέγω» (ρίζα √ΛΕΧ ) από όπου παράγεται, ή/και από την αρχική σημασία του «λέγω» με ρίζα √ΛΕΓ ). Δηλαδή: εκτός από το προφανές και νεώτερο σαν σημασία «ομιλώ», η λέξη λόγος σημαίνει και: Α) 1. από τη ρίζα √ΛΕΧ «λέχος» ή «λέκτρον» = κλίνη, ιδίως η συζυγική, η γαμήλια, 2. «τοκετός, γέννα, λοχεία», 3. «γέννημα, υιός». Β) 1. από τη ρίζα √ΛΕΓ. Συνάθροιση, συλλογή, συμμάζεμα, 2. εκλογή, επιλογή (παράβαλε: συμπέρασμα, απόφανση, πόρισμα, διατύπωση γνώμης).
Από τις παραπάνω σημασίες, ενδεικνύεται πολύ καλά η λειτουργία του Λόγου ως σύζευξης και γεννήματος (π.χ. εξωτερικεύσεως, διατυπώσεως) πνευματικών αξιών και συνειδησιακής προσωπικής δημιουργικής ευθύνης και υγείας.
(συνεχίζεται…..)
Μαρία Ιω. Σίδερη
Δεκέμβριος 2010
[1] Ορφ.Κειμ. ‘Απαντα. Συλλ. ΟΤΤΟ KERN: Ιερός Λόγος απ. 29 (83) τ. Α’
[2] Η μορφή την οποία ένα θείον Ον λαμβάνει προκειμένου να γίνει αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις.
[3] Δίας εκ του Δίειμι: διεισδύω, διέρχομαι. Ζεύς: εκ του ζεύγνυμι (-νύω) συνδέω, συνάπτω.
[4] Ιερός Λόγος απ. 28(82) τ.Α’ κ.α. ως άνω
[5] Ιερός Λόγος απ. 28(82) ως άνω
[6] Από το είρω, ρίζα √FEP.
[7] Ζήνων ο Κιτιεύς
[8] Σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλη, «Λόγος, το τι η ην είναι της ουσίας» = «Λόγος είναι εκείνο που προκαθορίζει το τι μπορεί να είναι η (κάθε) ουσία». Επομένως, ο Λόγος προηγείται της ουσίας, και ανταποκρίνεται στην έννοια» υπερούσιος».