Με την αναφορά μας στον Ανατολικό Ελληνισμό εννοούμε τους σημαντικούς ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι ιστορικά κατοικούσαν έξω από τα σύνορα του Νέου Ελληνικού Κράτους και ανατολικά του Αιγαίου.
Στην ευρύτερη και μεγάλη Ανατολή ο Ανατολικός Ελληνισμός, πολιτικά υποταγμένος, πλην πολιτισμικά και οικονομικά κυρίαρχος, είχε πετύχει μία μορφή εκσυγχρονισμού, που του επέτρεπε να διατηρεί, σε μεγάλο βαθμό, τις ιδιαιτερότητές του.
Τους πρώτους τρομερούς αιώνες μετά την τουρκική κατάκτηση ακολούθησε η ανασύνταξη των ελληνικών πληθυσμών. Με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και με τις προσπάθειες του σούφι Σελίμ του Γ” και του Μουράτ του Β” για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζονται συνθήκες που επιτρέπουν τη δημιουργία μίας ρωμαίικης εμπορευματικής τάξης και την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Με τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, στα μέσα του 19ου αιώνα, οι άπιστοι Τζιμμήδες, υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας, ανέρχονται και γίνονται η αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, οι δημογραφικές συνθήκες στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα βοηθούν τη μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών προς τη Μικρά Ασία. Οι αυτόχθονες κοινότητες των Ρωμηών πληθαίνουν και νέες κοινότητες δημιουργούνται.
Το κοσμοπολίτικο Πέραν της Κωνσταντινούπολης δεν γίνεται μόνο ο καθρέπτης του εκδυτικισμού της Αυτοκρατορίας, αλλά και το κέντρο της δράσης και της κυριαρχίας μιας ρωμαίικης κεφαλαιουχικής και εμπορευματικής τάξης. Το Φανάρι πέφτει σε δεύτερη μοίρα. Η Κωνσταντινούπολη, “πόλις παλαιόθεν Ἑλληνίς”, η σπουδαιότερη ελληνική πόλη για 16 αιώνες, κρατούσε σταθερά το ρόλο της ως νοερή πρωτεύουσα των Ελλήνων. Στη Σμύρνη, ακμαίο οικονομικό και εμπορικό κέντρο, κατοικούσαν 160.000 Έλληνες.
Οι Ρωμαίικοι πληθυσμοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούνταν από συγκεντρώσεις Θράκη, τη Βιθυνία, στις ακτές του Αιγαίου (Αιολία και Ιωνία), στη νοτιοδυτική Μικρά στην Ανατολική Ασία, στην κεντρική Μικρά Ασία (Λυκαονία και Καππαδοκία) και στην εκτεταμένη περιοχή του Πόντου. Διάσπαρτες κοινότητες Ελλήνων υπήρχαν σε όλη την έκταση της Μικράς Ασίας.
Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1914, ο συνολικός πληθυσμός των Ρωμηών στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη ανέρχονταν σε 1.756.239 άτομα (δηλαδή αντιπροσώπευαν το 11% του συνολικού πληθυσμού). Η Πατριαρχική απογραφή του 1912, καταμέτρησε στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη 2.068.402 Ρωμηούς (δηλαδή αντιπροσώπευαν το 13% του συνολικού πληθυσμού).
Τα υπάρχοντα στοιχεία συγκλίνουν, χωρίς αμφιβολία, στο συμπέρασμα ότι ο Ανατολικός Ελληνισμός αποτελούσε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με υψηλή μορφωτική και οικονομική στάθμη. Σε ορισμένες περιοχές της Ανατολικής Θράκης, στην Κωνσταντινούπολη, στη Δυτική Μικρά Ασία και τον Πόντο οι Έλληνες συχνά κυριαρχούσαν.
Οι ελληνικές κοινότητες ελέγχουν, πριν το 1922, το 50% του κεφαλαίου του επενδεδυμένου στη βιομηχανία της Αυτοκρατορίας, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχούν απόλυτα στο εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε, ότι το 1914 το 46% από τους ιδιοκτήτες τραπεζών και τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Ρωμηοί. Την ίδια χρονιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Ρωμηούς και μόλις το 12% σε Τούρκους. Το 1914 πάλι, “Ελληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμηοί μαθητές αντιπροσωπεύουν σε απόλυτους αριθμούς το διπλάσιο σχεδόν των Μουσουλμάνων μαθητών σε όλη την Αυτοκρατορία. Η ελληνική γλώσσα είχε γίνει η γλώσσα των εμπόρων και της καλής κοινωνίας, σε βαθμό που σημαντικό ποσοστό Ρωμηών αγνοούσε την τουρκική.
Με την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 αρχίζει ο σχηματισμός της τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Είναι μία διαδικασία, η οποία, σε συνδυασμό με τον τουρκικό εθνικισμό και τις ισλαμικές αντιλήψεις, καταλήγει σε εθνικές εκκαθαρίσεις με κολοσσιαία κλίμακα.
Είναι γνωστές οι προθέσεις της ηγεσίας των Νεότουρκων, οι οποίοι από το 1911 απερίφραστα διατυπώνουν τη διάθεση για την εξόντωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτός είναι ένας από τους κύριους παράγοντες, οι οποίοι οδηγούν το ελληνικό κράτος στην παράτολμη και μοιραία Μικρασιατική Επιχείρηση.
Με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν αναπόφευκτη η μοιρασιά. Σύμφωνα με την περίφημη “αρχή των εθνοτήτων”, η μοιρασιά θα έπρεπε να καταλήξει στη δημιουργία εθνικών κρατών στο χώρο της πολυεθνικής Μικράς Ασίας. Η Συνθήκη των Σεβρών στις 28.7.1920 προέβλεπε την προσάρτηση εδαφών από το Ελληνικό Κράτος, που ανέρχονταν γύρω στο 7% της επιφάνειας της σημερινής Τουρκίας. Αυτό αντιστοιχούσε στο 13%, το οποίο αποτελούσαν οι ρωμαίικοι πληθυσμοί. Οι κατηγορίες, λοιπόν, για ιμπεριαλιστικό και κατακτητικό πόλεμο δεν δικαιολογούνται για το Ελληνικό Κράτος, όταν αυτό αναγκάζεται να επιδιώξει με τα όπλα την εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών, ώστε να αντιμετωπίσει τον τουρκικό εθνικισμό. Οι κατηγορίες αυτές αδικούν τον ελληνικό λαό.
Είναι πια καιρός να παραμερίσουμε τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και τους διχασμούς και να τιμήσουμε τη στρατιά που αποβιβάσαμε στη Μικρά Ασία, αναγνωρίζοντας τον απελευθερωτικό χαρακτήρα του αγώνα της.
Είναι γνωστό το τι επακολούθησε. Ο Ανατολικός Ελληνισμός ξεριζώθηκε και υπέστη τρομακτική φθορά. Αυτό, όμως, που συνέβη δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τα στοιχεία και να διαλύσουμε τη σύγχυση που υπάρχει.
Τα γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε είναι τα ακόλουθα:
·Αρχικά. Ο πρώτος διωγμός, τον οποίο οι Νεότουρκοι άρχισαν το 1913 στο εσωτερικό της Ανατολικής Θράκης, και γενίκευσαν το 1914 στα παράλια της Μικράς Ασίας. Εκτός από το κλίμα τρόμου δεν φαίνεται να έγιναν τότε σημαντικές σφαγές. Ένας αριθμός από 86.363 πρόσφυγες εγκαταστάθηκε στις ελεύθερες ελληνικές περιοχές και κυρίως την Μακεδονία, όπου υπέστησαν μεγάλη φθορά από την ελονοσία.
·Ακολούθησαν οι μεγάλοι οργανωμένοι διωγμοί του 1915, που συνεχίστηκαν μέχρι το 1918, όταν 483.212 άτομα από τα παράλια της Μικράς Ασίας, την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο, εκτοπίσθηκαν στα ενδότερα της Ανατολής υπό εξοντωτικές συνθήκες. Οι εκτοπισμοί οργανώθηκαν μετά από υπόδειξη του Γερμανού αρχιστράτηγου του Τουρκικού Στρατού, Λίμαν φον Σάντερς. Σύμφωνα με την “Κεντρική Πατριαρχική Επιτροπή”, που οργάνωσε την παλιννόστηση των εκτοπισμένων μετά την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου, επαναπατρίσθηκαν μόλις 200.000 άτομα.
·Τέλος, ο Μικρασιατικός Πόλεμος από το 1919 έως το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή, όταν συνέβησαν οι γνωστές ακρότητες. Ακριβείς στατιστικές των απωλειών κατά την περίοδο αυτή δεν είναι δυνατές. Είναι όμως δυνατό να προσεγγίσουμε μια τάξη μεγέθους.
Σύμφωνα με τις βιβλιογραφικές έρευνες που πραγματοποιήσαμε, εκτός από τα επίσημα κείμενα της Νεοτουρκικής ηγεσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της ηγεσίας του Κεμαλικού κινήματος, εκτός από τα γραπτά, τις ανταποκρίσεις και τις εντυπώσεις ξένων, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ιδιωτικών εκδόσεων, που αφορά αναμνήσεις και μαρτυρίες σχετικές με τον αφανισμό των ρωμαίικων πληθυσμών.
Ωστόσο, από τα στοιχεία αυτά, είναι αδύνατο να συμπεράνουμε αριθμούς και να τεκμηριώσουμε το μέγεθος και την πραγματικότητα της καταστροφής του Ανατολικού Ελληνισμού.
Γι” αυτό, μελετήσαμε τις επίσημες οθωμανικές απογραφές από το 1906 μέχρι το 1914, καθώς και ανεπίσημες στατιστικές, και ιδίως την ανεπίσημη πληθυσμιακή απογραφή των ρωμαίικων πληθυσμών που διενήργησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το 1910 έως το 1912. Το σκεπτικό ήταν να προσδιορίσουμε τον ρωμαίικο πληθυσμό, που κατοικούσε στα εδάφη της σημερινής Τουρκικής Δημοκρατίας πριν το 1922, ώστε να τον συγκρίνουμε με τον αριθμό αυτών που κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα ή αλλού. Τον αριθμό των προσφύγων τον έχουμε ως σταθερή παράμετρο από την απογραφή του Ελληνικού Κράτους του 1928, η οποία δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί. Τότε οι πρόσφυγες απογράφηκαν σύμφωνα με τον τόπο της προέλευσής τους. Δεν είναι επίσης δυνατό να αμφισβητηθεί και η απογραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, γιατί απέβλεπε στον όσο το δυνατό πιο ακριβή προσδιορισμό του αριθμού των Ρωμηών, ώστε να εξασφαλισθεί ή ανάλογη εκπροσώπηση στην Οθωμανική Βουλή. Παράλληλα, οι ελληνικές προξενικές αρχές βοήθησαν στην απογραφή γιατί το Ελληνικό Κράτος επιθυμούσε, μεταξύ άλλων, να γνωρίζει το ποσοστό των Ρωμηών στον τουρκικό στρατό. Είναι, αντίθετα, αμφισβητήσιμη η επίσημη τουρκική απογραφή του 1914, τουλάχιστον όσον αφορά τους Ρωμηούς, οι οποίοι είχαν κάθε λόγο να μην απογραφούν, ώστε να αποφύγουν τη στράτευση στον οθωμανικό στρατό και τη φορολόγηση από το οθωμανικό κράτος.
Οι υπολογισμοί μας έδειξαν ότι υπάρχει ένα βέβαιο πληθυσμιακό έλλειμμα, το οποίο κυμαίνεται από έναν κατώτερο αριθμό 410.000 ατόμων, μέχρι έναν ανώτερο αριθμό που υπερβαίνει τις 780.000. Με τα μεγέθη αυτά συμφωνούν όλοι σχεδόν οι μελετητές και απορούμε γιατί αυτό συνήθως δεν αναφέρεται.
Πέρα, λοιπόν, από τις προθέσεις, τις μαρτυρίες και τα πολυπληθή άλλα στοιχεία, υπάρχει ένα τρομακτικό έλλειμμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Τέτοια φθορά δεν εξηγείται από τους εκατέρωθεν πολεμικούς βαρβαρισμούς, αλλά μόνον, ως αποτέλεσμα μίας συστηματικής, οργανωμένης και καθολικής προσπάθειας αφανισμού.