Alexandre Séon, Ο θρήνος του Ορφέα
Σχεδόν όλοι θα θυμόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, και τις εικόνες του τραγικού μουσικού, ο οποίος μάγευε ολόκληρη την πλάση με τη μουσική του, συγκίνησε μέχρι και τον Άδη, αλλά δεν μπόρεσε να σώσει την αγαπημένη του. Συνήθως μας το αφηγούνταν οι δάσκαλοί μας σαν ηθικό δίδαγμα, τονίζοντας το σφάλμα του Ορφέα όταν κοντοστάθηκε στην έξοδο του Κάτω Κόσμου για να δει αν πράγματι τον ακολουθούσε η αγαπημένη του, και ερμηνεύοντας την τραγική κατάληξη της ιστορίας σαν αποτέλεσμα αθέτησης μιας υπόσχεσης.
Ο δε Πλάτωνας κατέκρινε τον Ορφέα, λέγοντας πως αφού δεν ήταν διατεθειμένος να πεθάνει ο ίδιος για να είναι μαζί με την αγαπημένη του, ο Άδης τον ξεγέλασε παρουσιάζοντάς του ένα φάσμα και όχι την ίδια την Ευρυδίκη. Σύμφωνα δε, με αναφορά του Αισχύλου, στο τέλος της ζωής του ο Ορφέας αποκήρυξε την λατρεία του Διονύσου και στράφηκε προς τη λατρεία του Απόλλωνα, με αποτέλεσμα να διαμελιστεί από οργισμένες Μαινάδες, ως τιμωρία που εγκατέλειψε τον Διόνυσο. Τα κομμάτια του νεκρού Ορφέα κατέληξαν στον ποταμό Έβρο, όπου η λύρα και το κεφάλι του – που συνέχισε να ψέλνει μελαγχολικούς ύμνους – ταξίδεψαν μέχρι τη Λέσβο, όπου και το έθαψαν (σύμφωνα με μία από τις πολλές εκδοχές του μύθου). Σε άλλη εκδοχή, τοποθετήθηκαν μέσα σε ένα μαντείο, όπου ο Ορφέας έδινε χρησμούς σε όσους το ζητούσαν.
Εκτός όμως από τους γνωστούς – και λιγότερο γνωστούς – μύθους, το πρόσωπο του Ορφέα περιβάλλεται από πλήθος άλλων ιστοριών και θρύλων, που άλλοι τον θέλουν γιό του Απόλλωνα ή γιο του βασιλιά της Θράκης, Οίαγρου και μαθητή του Απόλλωνα. Σύμφωνα με αναφορές του Απολλόδωρου, ο Ορφέας υπήρξε ιδρυτής των Διονυσίων μυστηρίων, των οποίων τα Ορφικά Μυστήρια θεωρείται ότι αποτελούν μεταγενέστερη εξέλιξη. Και στις δύο περιπτώσεις βρίσκουμε εντονότατα μυητικό περιεχόμενο συνυφασμένο με τα μυστήρια του θανάτου και της αναγέννησης με καλλιτεχνικά και τελετουργικά στοιχεία.
Το ταξίδι ενός μύθου
Μέσα στους αιώνες ο μύθος του Ορφέα εξήψε την φαντασία πολλών λόγιων, καλλιτεχνών, και παραμυθάδων. Ανάλογα με την εποχή και την πηγή, βρίσκουμε να τονίζονται διαφορετικά στοιχεία του μύθου, ανάλογα πάντα με τις ανησυχίες, τις μόδες, και τις επιταγές της εκάστοτε εποχής.
Στο ταξίδι του από τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας και τα έπη του Οβίδιου, πέρασε μέσα από μεσαιωνικά ποιήματα και παραμύθια, αποτέλεσε το θέμα της πρώτης πραγματικής όπερας (Ευρυδίκη του Jacopo Peri, 1600), αλλά και δεκάδων ακόμη οπερετικών και άλλων μουσικών ερμηνειών, μέχρι που φτάνουμε στον 19ο αιώνα, την Γαλλική αποκρυφιστική αναβίωση, και τον κύκλο των Συμβολιστών ζωγράφων που ενέπνευσε το έργο του Πελαντάν στον οποίο έχω αναφερθεί εκτενώς στις τελευταίες δύο στήλες. Εδώ πλέον βρίσκουμε τον Ορφέα, και πιο συγκεκριμένα, την απεικόνιση του κομμένου του κεφαλιού επάνω στη λύρα του, να αποτελεί κεντρικό θέμα πάρα πολλών Συμβολιστών. Και φυσικά, αφού έχουμε να κάνουμε όχι μόνο με συμβολιστές αλλά και αποκρυφιστές, οι απεικονίσεις αυτές σίγουρα κρύβουν πολλά περισσότερα από έναν φόρο τιμής σε ένα κλασσικό και αγαπημένο θέμα.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε στις Συμβολιστικές απεικονίσεις του Ορφέα, είναι ότι η μέγιστη πλειοψηφία ασχολείται με το αποκεφαλισμένο κεφάλι και τη λύρα – τον νεκρό, δηλαδή Ορφέα, ο οποίος ακόμη τραγουδά, ακόμη και στον θάνατο. Στον πίνακα του Γκουστάβ Μορώ βλέπουμε μια νεαρή Θρακιώτισσα να κρατά το κεφάλι και τη λύρα, ενώ οι απεικονίσεις του Redon, του Séon, και του Delville ακολουθούν όλες πανομοιότυπο μοτίβο: το κεφάλι, τη λύρα, και φόντο ή τη θάλασσα ή την παραλία όπου, όπως λέει ο μύθος, ξέβρασε η θάλασσα τα απομεινάρια του Ορφέα.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οι ζωγράφοι αυτοί, ελλείψη φαντασίας, απλώς απεικόνισαν, ο καθένας με τον τρόπο του, το τέλος του μύθου εν είδη σπουδής. Κι όμως, μια πιο προσεκτική ματιά στην πορεία που διένυσε ο Ορφικός μύθος μέσα στους αιώνες αποδεικνύει πως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα.
Ήδη από την Αναγέννηση, η μορφή του Ορφέα είχε συμπτυχθεί με τη μορφή του Διονύσου, και ο Ορφέας συχνά θεωρήθηκε – και αποδόθηκε από διάφορους καλλιτέχνες, ειδικά τον Μιχαήλ Άγγελο – ως alter ego του ίδιου του Διονύσου.
Στο δοκίμιό του Η Γένεση της Τραγωδίας (1886), ο Νίτσε, βαθειά επηρεασμένος από διάφορες Θεοσοφικές θεωρήσεις και άλλες αποκρυφιστικές πρακτικές της εποχής, σκιαγράφησε την εικόνα της Διονυσιακής-Ορφικής έκστασης και κατάληψης που αποτελούν κινητήριο δύναμη της Συμβολικής Τέχνης και υπέρτατη μορφή μύησης στις αθέατες δυνάμεις του ανθρώπου και του σύμπαντος. Η έννοια αυτή της «μύησης» βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου των αποκρυφιστών, και αναφέρεται στην αφύπνιση, στην ανακάλυψη και ανάπτυξη λανθανόντων ανθρώπινων δυνατοτήτων που ναι μεν έχουν όλοι, αλλά που βρίσκονται σε κατάσταση λήθης. Όπως ακριβώς και στην Ορφική παράδοση, μονάχα οι μυημένοι μπορούν να πιούν από το νερό της Μνημοσύνης μετά θάνατον, κι έτσι να ανελιχθούν ως οντότητες.
Στο εξαιρετικά σημαίνον έργο Οι Μεγάλοι Μύστες (1889), ο Εντουάρ Συρέ αναφέρεται σε βάθος στην έννοια της μύησης και
Odilon Redon, Ορφέας
παρουσιάζει τις μυητικές πορείες ορισμένων μεγάλων μορφών της ανθρώπινης ιστορίας. Μεταξύ τους ο Ραμ, ο Μωϋσής, ο Ιησούς… και ο Ορφέας. Σχετικά με τη μύηση, μας λέει το εξής: «Ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητά την ευτυχία χωρίς τη γνώση, τη γνώση χωρίς τη σοφία… Για να αποκτήσει κανείς την μαεστρία, έλεγαν οι σοφοί της αρχαιότητας, ο άνθρωπος πρέπει να ανακατασκευάσει πλήρως τη σωματική, ηθική, και πνευματική του ύπαρξη. Μόνον τότε μπορεί ο μυημένος να μυήσει…. Άρα, η μύηση ήταν, τότε, κάτι πολύ διαφορετικό από ένα κενό όνειρο, και ήταν, τότε, κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό επιστημονικό θεώρημα: ήταν, τότε, η δημιουργία μιας ψυχής από τον εαυτό της, η ανάπτυξή της σε ανώτερο επίπεδο, και η άνθησή της στο θείο πεδίο.»
Για τον Συρέ, ο Ορφέας ήταν εκείνος που μεταλαμπάδευσε (ως απεσταλμένος του Διονύσου) την Διονυσιακή, θεουργική αυτή ώθηση πρώτα στην Ελλάδα, και μετά σε όλη την Ευρώπη. Ο ίδιος ο Ορφέας συμβολίζει την δημιουργική ιδιοφυΐα, την μυητική παράδοση, και η λύρα του την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση όπου, πάντα σύμφωνα με τον Συρέ,«κάθε χορδή αντιστοιχεί σε μια τάση της ανθρώπινης ψυχής κι εμπεριέχει τους νόμους μιας επιστήμης και μιας τέχνης,» αποδεικνύοντας ότι ο Ορφέας είναι ο «μεγάλος μυσταγωγός, πρόγονος της ποίησης και της μουσικής, οι οποίες αποκαλύπτουν τις αιώνιες αλήθειες.»
Αυτή η «θρησκεία» μυητικής και δημιουργικής ιδιοφυΐας ήταν η κινητήριος δύναμη των Συμβολιστών, και για εκείνους ο Ορφέας ήταν το αρχέτυπο του Καλλιτέχνη-Ιερέα, που, όπως ακριβώς ονειρευόταν ο Πελαντάν, θα μυούσε συλλογικά την κοινωνία μέσα από την έκθεσή τους στα μυστήρια που έκρυβαν τα συμβολικά τους έργα. Άρα λοιπόν, αυτά τα έργα στα οποία βλέπουμε να επαναλαμβάνεται το μοτίβο του κεφαλιού του Ορφέα με τη λύρα του, δεν είναι τίποτε λιγότερο από εικονίσματα, φυλαχτά που μέσα κρύβουν ολόκληρο τον λόγο ύπαρξής τους. Και ο Ορφέας είναι ο φύλακας «άγιός» τους…
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί για ποιό λόγο προτίμησαν την αποκεφαλισμένη μορφή, αντί για μια πιο Διονυσιακή, θριαμβευτική φιγούρα που προτιμήθηκε σε Αναγεννησιακές απεικονίσεις. Η μία, πιο εύκολη απάντηση έχει ιδεολογικές βάσεις: το κεφάλι και η λύρα είναι σύμβολα, και ως αυτού, μπορούν να τοποθετηθούν και να ερμηνευτούν με περισσότερη ελευθερία από τον ζωγράφο, σε αντίθεση με μια πλήρη ανθρώπινη μορφή μαζί με φόντο και σκηνικά, όπου μοιραία θα χαθεί ως ένα βαθμό η εστίαση στο σύμβολο. Απομονώνοντας το σύνθετο σύμβολο κεφαλιού-λύρας, ο καλλιτέχνης είναι ελεύθερος να το κάνει κτήμα του και να χρησιμοποιήσει όλη του τη δεξιοτεχνία ώστε να επικοινωνήσει το μήνυμα του συμβόλου, όπως ακριβώς συμβαίνει με στυλιζαρισμένα εικονίσματα διαφόρων θρησκειών.
Αντίγραφο αρχαιοελληνικού αγγείου που απεικονίζει Ορφικό μαντείο με κομμένο κεφάλι. Από το λεξικό των Ch.Daremberg και E.Saglio, 1877
Η δεύτερη απάντηση έχει τις ρίζες της στην προϊστορία του ανθρώπινου είδους, καθώς το ανθρώπινο κεφάλι και οι τελετουργικοί αποκεφαλισμοί χρονολογούνται από την εποχή των Νεάντερταλ, κάτι που τεκμηριώνεται από αρχαιολογικά ευρήματα. Βρίσκουμε το κομμένο κεφάλι ως τελετουργικό αντικείμενο σε όλες τους προϊστορικούς πολιτισμούς, Εμφανίζεται επίσης σε Ελληνορωμαϊκούς μύθους, έστω και πιο εξευγενισμένα, όπως στην σχετικά άγνωστη ιστορία του Λιτυέρση, νόθου γιού του Βασιλιά Μίδα, ο οποίος αποκεφάλιζε τους ηττημένους αντιπάλους του, μέχρι που τον αποκεφάλισε ο Ηρακλής. Οι Κέλτες συντηρούσαν τα κεφάλια των εχθρών που αποκεφάλιζαν σε μάχες και τα έδεναν στο λαιμό των αλόγων τους, πρακτική που απαθανατίστηκε στην Κελτική, Ρωμαϊκή, και Γαλλική τέχνη, αλλά και σε κέρματα της εποχής. Παρόμοια παράδοση επικρατούσε μεταξύ των Βίκινγκ.
Σε θρύλους που μεταδόθηκαν από τον Μεσαίωνα και μετά, γινόταν λόγος για κεφάλια που λειτουργούσαν ως μαντεία, με πιο γνωστό απ’όλα την κατηγορία που απευθύνθηκε στους Ναϊτες Ιππότες, ότι προσκυνούσαν κάποιο αποκεφαλισμένο κεφάλι που ονόμαζαν Μπαφομέτ. Επίσης αρκετές μελέτες έχουν εντοπίσει αναφορές στα μεσαιωνικά έπη με θέμα την αναζήτηση του Άγιου Δισκοπότηρου, όπου σε πολλές περιπτώσεις αντί για κύπελλο, περιγράφεται ένας δίσκος επάνω στον οποίο βρίσκεται ένα κομμένο κεφάλι με μαγικές ιδιότητες. Από τον Μεσαίωνα και ύστερα συναντάμε επίσης πλήθος αναφορών σε μαγικά κεφάλια και τελετουργικούς αποκεφαλισμούς στην αλχημική παράδοση (όπου είναι καθαρά αλληγορικής σημασίας), αλλά και πλήθος λαϊκών παραδόσεων ανά την Ευρώπη, ενώ υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων από άλλους λαούς από την Ασία μέχρι την Λατινική Αμερική.
Η τελετουργική σημασία του αποκεφαλισμένου κεφαλιού διαφέρει σημαντικά από πολιτισμό σε πολιτισμό, και όπως σπεύδει να τονίσει η αρχαιολόγος Λώρεν Ταλαλέϊ σε μια ενδελεχή μελέτη για την πρακτική τελετουργικών αποκεφαλισμών στον προϊστορικό Ελλαδικό χώρο, δεν πρέπει να υποθέτουμε ότι αυτό που ισχύει στον έναν πολιτισμό, ισχύει και στον άλλον. Στους περισσότερους Ασιατικούς πολιτισμούς της αρχαιότητας, για παράδειγμα, όπως και στον Ασσυριακό πολιτισμό, αποκεφαλίζονταν οι εχθροί σε ένδειξη του ανδρισμού, του ηρωϊσμού και της τιμής των νικητών, ενώ σε άλλες παραδόσεις ο αποκεφαλισμός αποτελούσε αποκλειστικά πράξη σεβασμού και μέρος προγονολατρικών τελετών.
Στον Ελλαδικό χώρο και σε περιοχές της Ανατολίας, έχουν βρεθεί ανθρώπινα κρανία – ενίοτε στολισμένα και επιχρωματισμένα – της Νεολιθικής εποχής, που τοποθετούνταν με μεγάλη προσοχή σε συγκεκριμένα σημεία κτισμάτων, σε σχέση με συγκεκριμένα γλυπτά ή άλλα καλλιτεχνικά στοιχεία, ή σε βωμούς. Παρ’ότι οι ακριβείς λεπτομέρειες της χρήσης τους παραμένουν μυστήριο, οι περισσότεροι αρχαιολόγοι επιβεβαιώνουν την τελετουργική και βαθιά συμβολική σημασία τους, όπως και το γεγονός ότι αποτελούσαν συμβολικό συνδετικό κρίκο μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών. Κυρίως όμως, τονίζουν, με τον αποκεφαλισμό και την πρόσδοση νέας συμβολικής υπόστασης σε ένα κρανίο μετά θάνατον, αυτόματα το κρανίο και ό,τι αυτό εκπροσωπεί, αποκτά μια νέα ζωή, ουσιαστικά μια μορφή αθανασίας.
Και κάπως έτσι επανερχόμαστε στον Ορφέα των Συμβολιστών. Αναστημένος με νέες μαγικές ιδιότητες, αρχέτυπο και επιτομή της ανθρώπινης δημιουργικότητας και τέχνης, εκπρόσωπος και ενσάρκωση του Διονύσου, ταυτόχρονα τραγική φιγούρα που όμως αναγεννάται ως υπέρτατο σύμβολο μέσα από την οργή των Μαινάδων. Δεν χρειάζεται περικοκλάδες ένα σύμβολο για να είναι ισχυρό – σ’αυτή την απλή λύρα και το γαλήνιο πρόσωπο, συμπυκνώνονται όλες αυτές οι έννοιες σε βάθος χιλιετηρίδων. Και το μόνο που μένει, είναι να τον αφήσουμε να μας μυήσει.
Αντί επιλόγου
Όταν ταξιδεύει ένας μύθος μέσα στους αιώνες και τους πολιτισμούς, σχεδόν πάντα γίνεται προσθαφαίρεση λεπτομερειών, σύμπτυξη με άλλους μύθους ή λαογραφικά στοιχεία. Είναι πάρα πολύ εύκολο να γίνει υπεραπλούστευση επειδή νομίζουμε ότι μοιάζουν κάποια στοιχεία μεταξύ τους, ή, να εμμείνουμε στην μία ή την άλλη εκδοχή. Αν όμως κοιτάξουμε έναν μύθο – ή μια συμβολικη μορφή όπως είναι ο Ορφέας, χωρίς να λάβουμε υπ’οψη το ταξίδι αυτό μέσα στο χρόνο, τότε είναι σχεδόν απόλυτα βέβαιο ότι θα φτάσουμε σε λάθος συμπέρασμα. Ο Ορφέας των Γάλλων Συμβολιστών και αποκρυφιστών δεν είναι ο Θρακιώτης Ορφέας του 5ου και 6ου αιώνα π.Χ. Είναι η μετάλλαξη του μύθου που πλέον κουβαλάει τη μυθολογία, τις ελπίδες, τους ευσεβείς πόθους, και τα οράματα δυόμιση και πλέον χιλιετηρίδων, και που βρίσκει την συγκεκριμένη έκφραση τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ούτε είναι ένας «κάλπικος», «κλεμμένος» Ορφέας. Είναι αυτό που είναι, και οφείλουμε να το αντιληφθούμε μέσα στα συμφραζόμενά του, αν θέλουμε να καταλάβουμε αυτό το ψήγμα πολιτισμού με τη δική της αξία και υπό τους δικούς της όρους. Με το να προσδίδουμε τις δικές μας, επιπρόσθετες ερμηνείες, απλούστατα δημιουργούμε υλικό προς μελέτη μελλοντικών κοινωνιολόγων, και δυστυχώς, ταυτόχρονα χάνουμε και την ουσία…
Πηγές:
- Εδουάρδος Συρέ, Οι Mεγάλοι Μύστες, εκδ. Ιάμβλιχος.
- Lauren Talalay, Heady Business: Skulls, Heads, and Decapitation in Neolithic Anatolia and Greece, Journal of Mediterranean Archaeology, 17:2 (2004).
- John F. Moffitt, Inspiration: Bacchus and the Cultural History of a Creation Myth, Leiden, Brill, 2005.
- Dorothy Kosinski, Orpheus in Nineteenth Century Symbolism, University of Michigan Press, 1989.