Το ποίημα από το οποίο προέρχεται το απόσπασμα παραδίδεται ως διθύραμβος, στην πραγματικότητα όμως φαίνεται ότι είναι παιάνας που τραγουδήθηκε, ίσως λίγο μετά το 500 π.Χ., από χορό Κείων (από την Κέα, την πατρίδα του Βακχυλίδη) στα Δήλια, τη μεγάλη γιορτή των Ιώνων προς τιμήν του Απόλλωνα, στην οποία συμμετείχαν και οι Αθηναίοι.
Το θέμα είναι αθηναϊκού ενδιαφέροντος. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Θησέας.
Ο Βακχυλίδης εστιάζει σε ένα περιθωριακό επεισόδιο, που διαδραματίζεται πάνω στο καράβι που μεταφέρει στην Κρήτη τον Θησέα μαζί με τους 14 Αθηναίους, που προορίζονταν για τον Μινώταυρο.
Σύμφωνα με την εκδοχή του Βακχυλίδη, ο Μίνως, στη διάρκεια του ταξιδιού, πλησιάζει με ερωτική διάθεση μία από τις νεαρές Αθηναίες, την Ερίβοια, και προκαλεί την αντίδραση του Θησέα, ο οποίος δηλώνει ότι αν ο Μίνως είναι γιος του Διός, είναι και αυτός γιος του Ποσειδώνα και θα τον εμποδίσει βίαια…
Οργισμένος ο Μίνως ζητάει από τον Δία να επιβεβαιώσει τη θεϊκή του καταγωγή, ρίχνοντας κεραυνό, και προκαλεί τον Θησέα, αν είναι όντως γιος του Ποσειδώνα, να βουτήξει και να του φέρει το δαχτυλίδι του, που το έριξε στη θάλασσα. Ακολουθεί η επιβεβαίωση με τον κεραυνό από τον Δία και ο Θησέας πηδάει στη θάλασσα, ενώ ο Μίνως μένει έκπληκτος. Το τι ακολούθησε περιγράφεται στο απόσπασμα. Πηγή: mythiki-anazitisi
Κι έγγιξε το φιλότιμο κι η λύπη την καρδιά του· και «Του ∆ιός — είπε — γιε, σκοπό δεν έχεις τίμιο πια μες στο νου σου· κάτου το βαρύ χέρι σου, αρχηγέ! Η Μοίρα ό,τι μας έγραψε κι η ∆ίκη ό,τι έχει βάλει θεϊκό για μας στη ζυγαριά την τύχη θα πληρώσουμε σαν έρθει· μα συ πάλι τη γνώμη βάστα τη βαριά. Γιατί αν εσέ του Φοίνικος η θυγατέρ’ αγόρι στην Ίδα σ’ έκαμε του ∆ιός, κι εμέν’ απδ θεό γέννησε του Τροιζηνίου η κόρη· του Ποσειδώνος είμαι γιος!
Της μάνας μου της έδωσαν Νεράιδες κυματούσες στη γέννα σκέπασμα λαμπρό θα’ ταν καλά, πολέμαρχε της Κρήτης, να κρατούσες τον τρόπο τούτο τον χοντρό. Γιατί αν πειράξεις άβουλα κανένα εσύ κοράσι, δεν θέλω πια να διω το φως. Στην δύναμη θα δείξομε προτού ποιος θα περάσει,τ’ ακόλουθ’ ας τα κρίνει ο θεός!»
Τοσά ‘πεν ο περήφανος κι εθαύμασαν οι ξένοι τα θάρρη του τα ζηλευτά. Μα κι ο γαμπρός
εχόλιασε του Ήλιου· βουλή υφαίνει πρωτάκουστη και λέγει αυτά: «Πατέρα παντοδύναμε,
Κρονίδη άκου μεγάλε παιδί σου αν μ’ έχεις ποτέ πει, σημάδι καλογνώριστον από τα ουράνια
βγάλε τώρα πυρόμαλλη αστραπή. Ειδε και σένα γέννησε η Τροιζηνία αλήθεια του
Ποσειδώνος γνήσιο γιο, αυτό το δαχτυλίδι μου τ’ ολόχρυσο απ’ τα βύθια της θάλασσας
φέρ ‘ το να διω!
Άφοβα στου πατέρα σου μες στα βασίλεια βούτα το σώμα. Και τώρα κοντά θα μάθεις αν τα
λόγια μου κι εμέν’ ακούσει τούτα ο βασιλιάς όπου βροντά». Άκουσ’ ο παντοδύναμος την
άμετρην ευκή του κι άφθαστη χάρισε τιμήτου αγαπημένου Μίνω του, για να δουν το παιδί του, άστραψε κιόλα στη στιγμή.
Το θαύμα ως είδε ο πάντολμος, που πρόσμενε μ’ ελπίδα, τα χέρια υψώνει να ευχηθεί και λέει, «Θησέα, το μήνυμα του ∆ιος είδες το· πήδα στο νερό τώρα το βαθύ. Κι ο κρατερός πατέρας σου σ’ όλα της γης τα μάκρη θα κάμει πως να δοξαστείς»· Είπε· μ’ αυτού δε λύγισε το θάρρος του· στην άκρη εστάθηκε της κουπαστής, και να στο κύμα, π’ άνοιξε για να τον περιλάβει. Κι ο γιος εσάστισε του Διος και διάταξε προσάνεμο να μείνει το καράβι. Μα η μοίρα τα’ φερεν αλλιώς.
Και το καράβι αρμένιζε με του βοριά την αύρα και της Αθήνας τα παιδιά πώς πήδησε στή θάλασσα δάκρυα εχύναν μαύρα και κλαίαν την τύχη την βαριά. Μα τον Θησέα συνόδευαν δελφίνια στου πατρός του· στων θεών ήρθε την αυλή κι εκεί άματες ηλιόμορφες Νεράιδες είδ’ εμπρός του πρώτα φοβήθηκε πολύ. Από τ’ αφράτα μέλη των ελάμπαν οι κοπέλες καθώς το σέλας της φωτιάς και στα μαλλιά των έπαιζαν χρυσόπλοκες κορδέλες κι εχόρευαν όλες με μιας.
Είδε και του πατέρα του στο ξωτικό το σπίτι την σύζυγο την τρυφερή και με τ’ αβρά τα χέρια της η δέσποιν’ Αμφιτρίτη οξιά πορφύρα του φορεί. Και στη σγουρή την κόμη του ρόδινο βάζει στέμμα πού’ χε απ’ του γάμου το πρωί της Αφροδίτης χάρισμα· ποτέ δεν είναι ψέμα ό, τι θελήσουν οι θεοί! Να! πλάγι στο λεπτόπρυμνο καράβι τώρα εφάνη· πως έσκασε το Κρητικό, από την θάλασσ’ άβρεκτος ως ήρθε με στεφάνι! Τι θαύμα σ’ όλους, τι κακό!
Και να σου κι οι πεντάμορφες παρθένες οι Νεράιδες μ’ άλλη χαρά μες στην ψυχή, εχόρευαν κι ανάκραζαν «ε τώρα, Μίνω, τα είδες;» και πέρα η θάλασσ’ αντηχεί. Κι από κοντά μελώδησαν κι οι νιες κι οι νέοι εκείνοι με την φωνή τους την ψιλή. Και τους χορούς μας, ∆ήλιε, για δες με καλοσύνη και τύχη δώσε μας καλή!