Τόσο απομακρυσμένος υπήρξε ο Έλληνας όλα αυτά τα χρόνια από την αληθινή ουσία και πραγματικότητα της Δημοκρατίας που τώρα, όταν για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία μας σφυρηλατείται η δυνατότητα να τελέσουμε κάποια ουσιαστικώς δημοκρατική πράξη, τώρα που για πρώτη φορά επιτρέπεται στον δήμο η έμπρακτη έκφραση του ακρογωνιαίου—για τον ίδιο τον ορισμό της δημοκρατίας—δικαιώματος του συλλογικού κρατείν, τώρα που η δύναμη η μιλιά και η βούληση του κάθε πολίτη συναθροιστικά να πλαστουργήσει την επίσημη φωνή της χώρας ενσαρκώνεται, πολλοί από τους συμπολίτες μας μουδιάζουν, νιώθουν αμήχανα, ακόμα και καχύποπτα που τους προσφέρεται η ικανότητα να ασκήσουν το δημοκρατικό δικαίωμα του συναποφασίζειν! Άλλοι δε φτάνουν στο σημείο να διαμαρτύρονται που επιτέλους καλούνται σε έναν πολιτικά ενεργό ρόλο, τον οποίο, ωστόσο, δηλώνοντας ΄δημοκρατικοί’, λογικό θα ήταν όχι απλά να μην παρεμποδίζουν αλλά τουναντίον να αναλάβουν με προθυμία και ευγνωμοσύνη. Μοιάζουν έτσι με κάποιους μισοκοιμισμένους που έξαφνα τους ξυπνούν από την ψευδαισθησιακή λήθη του ύπνου τους σε μια αλήθεια που τους φαινόταν βολικότερη όταν την ονειρεύονταν παρά τώρα που τους δίνεται η ευκαιρία πραγματικά να την ζήσουν.
Όμως γιατί τόση αμηχανία, τόση καχυποψία, τόση διαμαρτυρία ενάντια στο δημοψήφισμα; Γιατί τόσες απεγνωσμένες προσπάθειες να κριθεί ανάρμοστο, εκπρόθεσμο, παράνομο, απαράδεκτο; Ακόμα και εάν το ζητούμενο του δημοψηφίσματος έχει συνταχθεί με έναν τρόπο που πολλοί δεν θεωρούν επαρκώς σαφή, ακόμα και εάν οι συνέπειες των επιλογών που θέτει φέρνουν τον Έλληνα αντιμέτωπο με ενδεχόμενα που φαίνονται θλιβερά ή και τρομαχτικά, η ερώτηση παραμένει: γιατί τόση αντίσταση σε ένα θεσμό που αναμφισβήτητα αποτελεί την πολιτική τεχνολογία που προσεγγίζει την δημοκρατία περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σύγχρονο μέσο;
Πολύ απλά διότι μουδιασμένος, αμήχανος και δύσπιστος στέκεται κανείς μπροστά σε αυτό που του είναι άγνωστο. Διαμαρτυρόμενος μπροστά σε αυτό που τον ξεβολεύει. Έτσι και οι Έλληνες βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με κάτι ουσιαστικά άγνωστό τους: τον θεσμό που λέγεται Δημοκρατική συμμετοχή στα κοινά. Έναν τρόπο αρχής και ζωής που πολλούς τους ξεβολεύει από την νάρκη του ιδιωτισμού, του ατομικισμού και την προσκόλλησή τους στον μικρούλη μικρόκοσμο της αποσχισμένης από το σύνολο ατομικής ζωούλας τους. Που τους δίδει το αντίδοτο στο ‘δηλητήριο του χρήματος’—όπως εύγλωττα το αποκαλεί ο Σωκράτης, δηλαδή, το δηλητήριο του ολιγαρχικού ήθους που θέτει το άσκοπο και ατέλευτο κυνήγι του χρήματος ως ύστατο σκοπό τόσο της ατομικής ύπαρξής όσο και ολάκερης της κοινωνίας. Το αντίδοτο στο ότι ξέχασαν πως ο σκοπός της πολιτικής, αλλά και της ίδιας της ζωής, δεν είναι η συσσώρευση ιδιωτικής περιουσίας, ούτε καν η δημιουργία ιδιωτικής ευημερίας.
Είναι ένα ξύπνημα αυτό που τώρα τραντάζει την κοινωνία μας, ένα ξύπνημα από την ψευδαίσθηση πως αυτό που βιώναμε ήταν πολιτική, ενώ στην ουσία ήταν δυναστευτική. Από την αυταπάτη πως συμμετείχαμε στο συλλογικό και το πολιτικό, ενώ το μόνο που μας ένοιαζε ήταν το μικροσυμφέρον μας. Είναι το ιστορικό γεγονός της ενδεχόμενης πολιτευματικής μετάβασης που έχουμε την ιστορική τιμή να βιώνουμε, που ξεριζώνει το σαθρό και το πεπαλαιωμένο—ξερίζωμα το οποίο οι ακόμα ναρκωμένοι και νυσταγμένοι προσπαθούν να αντισταθούν, γκρινιάζοντας στο ξυπνητήρι της ιστορικής συγκυρίας και υπερασπιζόμενοι ό,τιδήποτε θα συντελέσει στην παράταση του παχύσαρκου ύπνου του ιδιωτισμού τους.
Όποιος διαμαρτύρεται ενάντια στο δημοψήφισμα στην πραγματικότητα διαμαρτύρεται ενάντια στην Δημοκρατία. Το να πιστεύεις στην Δημοκρατία σημαίνει ότι ασπάζεσαι το θεμελιακό κανονιστικό αξίωμα πως όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί και πως έχουν κάποιο a prioriδικαίωμα να λαμβάνουν ισότιμα μέρος στις πολιτικές αποφάσεις και την θέσπιση νόμων και θεσμών σε ένα κράτος. Με απλά λόγια, δημοκράτης είναι εκείνος που πιστεύει πως όλοι οι πολίτες μπορούν αλλά και πρέπει να κυβερνούν, και ο οποίος υποστηρίζει αυτήν την πεποίθηση όχι μόνο με λόγια, αλλά, έμπρακτα, με έργα, προάγοντας την θέσπισή της σε συλλογική πραγματικότητα.
Στις μέρες μας η δημοκρατία έχει, βεβαίως, συγχυστεί με τον θεσμό των εκλογών. Η ουσιαστική προσωπική συμμετοχή στα κοινά με την αντιπροσώπευση από τρίτους και την παθητική παρακολούθηση του πολιτικού κουτσομπολιού υπνωτιστικών τηλεοπτικών εκπομπών. Ωστόσο, συμμετέχω στην κυβέρνηση δεν σημαίνει λαμβάνω μέρος στο φαντασμαγορικό τελετουργικό θέαμα νομιμοποίησης (όπως το χαρακτήρισαν κάποιοι ξύπνιοι Γάλλοι φιλόσοφοι) που ονομάζεται ψηφοφορία κάθε τέσσερα-άντε-πέντε χρόνια. Σύμφωνα με την αριστοτελική ταξινόμηση των πολιτευμάτων, ο θεσμός της ψηφοφορίας δεν αρκεί για να ορίσει ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Όταν οι πολιτικές αρχές εκλέγονται μέσω ψηφοφορίας, μας λέει ο Αριστοτέλης, το προκύπτων πολίτευμα δεν είναι δημοκρατικό αλλά ολιγαρχικό. Μόνον όταν οι αρχές συστήνονται με βάση κληρώσεως, ούτως ώστε όλοι οι πολίτες κάποια στιγμή να λαμβάνουν την ευκαιρία να συμμετέχουν στην κυβέρνηση, μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατική αρχή.
Βέβαια στις μέρες μας, λόγω πληθυσμιακών, τεχνικών και άλλων περιορισμών, μία τέτοια συμμετοχή στα κοινά καθίσταται σχεδόν αδύνατη. Επομένως ο ορισμός της δημοκρατίας επαναπροσδιορίζεται. Δημοκρατία υφίσταται μόνον όταν η εκλογή των αρχών από τον δήμο συνοδεύεται από αδιάκοπο πολιτικό στοχασμό εκ μέρους του, από συνεχή κοινωνικό διάλογο, από ενεργή συμμετοχή στην διάπλαση των ιδεών, των αξιών και των στόχων της πολιτείας, στις κοινές διαβουλεύσεις, στις κοινές δράσεις, στις κοινές αποφάσεις. Η δημοκρατική πολιτική, συνεπώς, σε αντίθεση με την δυναστευτική, αφορά τον τρόπο με τον οποίο ισότιμοι πολίτες συνενώνονται ως μία αυτοκυρίαρχη και αυτο-οριζόμενη ομάδα, συνεργαζόμενοι καθημερινώς και ουσιαστικώς ώστε να υλοποιήσουν αξίες και ήθη, ιδανικά και ιδέες, μετατρέποντάς τα σε απτές πραγματικότητες.
Σπουδαιότερο από όλα, όμως, είναι ότι Δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνον όταν η φλόγα του πολιτικού έρωτα ανάψει μέσα στις ψυχές των πολιτών. Μόνο όταν η αγάπη για το σύνολο πυρπολήσει το μικροσυμφέρον. Μόνο όταν το Εμείς ανυψωθεί πάνω από το Εγώ και η επιθυμία για συλλογική ευδαιμονία υπερσκελίσει την προσκόλληση στην ‘πάρτη’ και το ιδιωτικό.
Συνεπώς, ο θεσμός των εκλογών απλώς προσεγγίζει κάτι που ο θεσμός του δημοψηφίσματος πολύ πληρέστερα εμπεριστατώνει: το ότι σε μια δημοκρατική πολιτεία οι συλλογικές αποφάσεις πρέπει να προκύπτουν μετά από σοβαρό προσωπικό στοχασμό και συλλογικό διάλογο, και πως αυτές τις αποφάσεις, ιδιαιτέρως όσες αφορούν στα σημαντικότερα πολιτειακά ζητήματα, αρμόζει να τις παίρνουν οι ίδιοι οι πολίτες.
Όσοι αυτο-αποκαλούμενοι δημοκράτες μάχονται ή με οποιοδήποτε τρόπο κρίνουν ή γκρινιάζουν ενάντια στο δημοψήφισμα, στην πραγματικότητα αυτο-αποκαλύπτονται, προδίδοντας πως ποτέ τους δεν πίστεψαν ούτε φυσικά υποστήριξαν την Δημοκρατία. Γι’ αυτό και νιώθουν τόσο αμήχανα, άβολα, οργισμένα μπροστά στο ενδεχόμενο της υλοποίησής της. Πίσω από τον διασυρμό του επικείμενου δημοψηφίσματος και των επιθέσεων κατά των κυβερνητικών αρχών που το αποφάσισαν, κρύβεται κάτι πολύ ουσιαστικότερο από την ανησυχία σχετικά με την οικονομική κατάσταση της χώρας ή την (α)σαφήνεια του ερωτήματος προς ψηφοφορία. Κρύβεται η υφέρπουσα, σιωπηρή και ανομολόγητη αντίληψη πολλών, που σαν μάστιγα χρόνια τώρα υπονόμευε το ενδεχόμενο της δημοκρατίας στην χώρα μας, πως ο ‘λαός’ δεν είναι ικανός να αποφασίζει για τα σπουδαία και μεγάλα κοινά της πολιτείας. Ή πως δεν είναι γνωσιακά ή τεχνικά αρμόδιος να μπλέκεται στα πόδια εξειδικευμένων τεχνοκρατών, παρά μόνο ως συμβολική πηγή νομιμοποίησης στο πολιτικό τελετουργικό θέαμα των εκλογών. Ακόμη σπουδαιότερα, κρύβεται η υποβόσκουσα απροθυμία να ιεραρχήσουμε το Εμείς πιο πάνω από το Εγώ, θέτοντας το συμφέρον του συνόλου σε μεγαλύτερη και ιερότερη προτεραιότητα από το προσωπικό μικροσυμφέρον.
Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, το Δημοψήφισμα ήδη ενεργοποιεί τους μηχανισμούς του πολιτικού συστοχασμού και του κοινωνικού διαλόγου όσο και την ευκαιρία της αυτοκυβέρνησης—που αποτελούν ιδιαίτερα γνωρίσματα της δημοκρατίας. Ανάγει τον ιδιώτη και πάλι σε πολίτη, αποδέχεται τον πολίτη ως ικανό φορέα αποφάσεων—εν ενί λόγω, επαναπολιτικοποιεί την κοινωνία μας. Η έκρηξη πολιτικού διαλόγου και η αύξηση της διαλεκτικής και πρακτικής συμμετοχής στα κοινά που παρατηρούμε αυτές τις μέρες στην χώρα μας αποτελούν μάρτυρες αυτής της επίδρασης.
Εάν πραγματικά ασπαζόμαστε, ή έστω απλά σεβόμαστε, την Δημοκρατία, όποιο και αν είναι το αυριανό αποτέλεσμα θα πρέπει να το αποδεχθούμε, χωρίς καμία κατάκριση, παράπονο ή πικρία.
Πριν ψηφίσουμε όμως θα πρέπει να θυμόμαστε πως αυτό το Δημοψήφισμα δεν αφορά μόνον το εάν αποδεχόμαστε συγκεκριμένα ασφυκτικά μέτρα που εκβιαστικά θέτουν οι—κατά τ’άλλα φίλιοι—διεθνείς ομόλογοί μας ως αντάλλαγμα της παροχής βοήθειας και αλληλεγγύης. Αφορά το θεμελιακότερο ζήτημα του εάν αποδεχόμαστε ή όχι να παραδώσουμε πλήρως την οικονομική και πολιτική αυτοκυριαρχία μας. Το εάν αποποιούμαστε ή όχι το δικαίωμα να αποφασίζουμε οι ίδιοι για την διάπλαση της πολιτικής μας ζωής. Το εάν παραδεχόμαστε την ανικανότητα και τον φόβο μας μπροστά στο άγνωστο της πολιτικής ελευθερίας, προτιμώντας να μεταθέσουμε την ευθύνη σε ξένα αφεντικά. Αφορά το εάν αποφασίζουμε να είμαστε ελεύθεροι ή εάν ιδία βουλήσει επιλέγουμε να αυτο-υποδουλωθούμε σε ξένες δυνάμεις μόνο και μόνο επειδή η φυλακή της ελεγχόμενης φτώχειας μάς είναι γνωριμότερη και ασφαλέστερη του αβέβαιου και του άγνωστου που πάντοτε συνεπάγεται η αρετή της Ελευθερίας, σε οποιαδήποτε έκφραση, μορφή ή διάστασή της.
Ό,τι και αν ψηφίσουμε αύριο ας το κάνουμε αναλογιζόμενοι πως το βαθύτερο ερώτημα στο οποίο καλούμαστε υπεύθυνα να απαντήσουμε είναι το εξής: Τι αξίζει περισσότερο; Το πέρασμα σε ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο μέλλον με τίμημα μία βραχυπρόθεσμη περίοδο μετάβασης; Ή το βόλεμα σε μια βραχυπρόθεσμη, μέτρια έως κακή—αν και γνώριμη—οικονομική κατάσταση που θα διαιωνίσει την αβουλία, τον φόβο, την δυναστευτική και το χρέος, με τίμημα ένα αυτοανακυκλούμενα σκλαβωμένο, αντιπολιτικό και αντιδημοκρατικό αύριο;
Το ερώτημα, επομένως, είναι παλαιό όμως πάντοτε επίκαιρο. Τι διαλέγουμε, τι τολμούμε, τι αξίζει για μας περισσότερο; Την Ελευθερία της Δημοκρατίας ή τον Θάνατο αυτής; Σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή ή έστω μίας ώρας Ελεύθερη Ζωή;
Δέσποινα Αθηνά Πόταρη
Τμήμα Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης
Πηγή: ηλ.τα.